- Σαμικόν
- Σαμικόνneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαμικόν — Πόλη της αρχαίας Τριφυλίας, που στους μυκηναϊκούς χρόνους ονομαζόταν Σάμος. Κοντά στη θέση Κλαδί σώζονται ερείπια πολυγωνικού τείχους. Το Σ. υπήρξε αρχικά αυτόνομη πόλη, αλλά κυριεύτηκε δυο φορές από τους Ηλείους, το 480 και το 245 π.Χ., και το… … Dictionary of Greek
Σαμικοῦ — Σαμικόν neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμικῷ — Σαμικόν neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… … Dictionary of Greek